Διασκέδαση

Η Μέρα που Είδα το «Σπιρτόκουτο» Έμεινε Χαραγμένη στη Μνήμη μου

Παγιδεύτηκα σε έναν αστικό εφιάλτη.
Στιγμιότυπο 2022-09-14, 4

Πρέπει να ήταν ένα απόγευμα του 2003, όταν ένας φίλος μου, ο Chris, ήρθε στο σπίτι με ένα DVD και ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Αξίζει να αναφέρω ότι επρόκειτο για το πειραχτήρι της παρέας, ο οποίος έκανε χαβαλέ ακόμα και σε καταστάσεις που δεν το σήκωναν.

Όταν είδα την ταινία που κρατούσε στα χέρια του κατάλαβα γιατί χαμογελούσε. Είχε μόλις εξασφαλίσει από το video club -εποχάρες- μια κόπια της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αναφέρομαι, φυσικά, στο θρυλικό Σπιρτόκουτο.

Μιλάμε για μια εποχή προ Τσίου, Στρέλλα και λοιπών καινοτόμων προσπαθειών. Παράλληλα, οι μεγάλες ελληνικές επιτυχίες στον κινηματογράφο ήταν bizarre κωμωδίες όπως το Safe Sex και το Κλάμα Βγήκε από τον Παράδεισο. Δεν αναφέρομαι μειωτικά στις εν λόγω ταινίες. Τις χρησιμοποιώ ως παραδείγματα για να δείξω το πόσο διαφορετικό ήταν το κινηματογραφικό σκηνικό σε σχέση με σήμερα.

Εμείς, όντας έφηβοι, «λιώναμε» με τις φτηνές coming of age ταινίες -βλέπε American Pie- οι οποίες ήταν της μόδας τότε και με όλα εκείνα τα horror movies δεύτερης διαλογής, που «μίξαραν» serial killers με πλούσια λυκειόπαιδα.

Ωστόσο, κάπου πετύχαμε το trailer -δεν μπορώ να θυμηθώ πού, πάντως το YouTube δεν υπήρχε ακόμα- του Σπιρτόκουτου και θεωρήσαμε ότι μια ελληνική ταινία γεμάτη μπινελίκια θα ήταν ό,τι καλύτερο για να γελάσουμε εκείνο το χαλαρό, σαββατιάτικο απόγευμα.

Κάναμε λάθος.

Από την πρώτη σκηνή με το τηλέφωνο στην οποίο ο Ερρίκος Λίτσης μιλάει με αυτήξν τη βραχνή φωνή που «μυρίζει» καπνό από τσιγάρα και φτηνή μπίρα, καταλαβαίνεις ότι παγιδεύτηκες σε έναν αστικό εφιάλτη. Ξαφνικά, βρεθήκαμε στο κέντρο του σαλονιού της οικογένειας που ακούμε στη γειτονιά να «σκοτώνεται» και παρότι τα συναισθήματα είναι αρνητικά δεν μπορούμε να φύγουμε. Σε ένα περιβάλλον μακρινό μεν, αφού ήμασταν τυχεροί να ζούμε σε σπίτια με αγάπη, αλλά πραγματικά οικείο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Εκείνο το απόγευμα, λοιπόν, παγιδευτήκαμε στον ρεαλισμό του Γιάννη Οικονομίδη.

Θυμάμαι να χαζογελάμε με τα πρώτα «μπινελίκια», όμως, η ταινία δεν μας άφησε περιθώρια για χαβαλέ. Οι ερμηνείες όλων ήταν καταπληκτικές και το γεγονός ότι οι ηθοποιοί έπαιζαν ιδρωμένοι και καταπονημένοι έδινε την αίσθηση της «κόλασης» ενός καλοκαιριού στην Αθήνα.

Δεν θυμάμαι να έχω δει τον φίλο μου -τον Chris- πιο σοβαρό. Μάταια περίμενα να ξεκινήσει τα κλασικά του αστεία. Είμαι σίγουρος ότι ένιωθε όπως εγώ. Μια μίξη συναισθημάτων. Μια ανεξήγητη τσαντίλα σε συνδυασμό με στρες και στενοχώρια.

Αντίστοιχα συναισθήματα τρέφεις και για τους πρωταγωνιστές. Ο Λουκάς και η Κική, για παράδειγμα. Τα παιδιά του Δημήτρη είναι παράγωγα μιας προβληματικής οικογένειας. Μόνο τυχαίο δεν είναι το μίσος που εκφράζουν σε φίλους, συγγενείς και γονείς. Κάτι σαν απελπισμένη κραυγή βοήθειας.

Παρόλο που αν ήταν γνωστοί σου θα τους ξέκοβες από την πρώτη εβδομάδα γνωριμίας, δεν μπορείς παρά να στενοχωρηθείς γι’ αυτούς και να αναρωτηθείς πώς θα εξελίσσονταν «αν».

Αυτή η ταινία είναι γεμάτη από τέτοιου είδους «αν»:

  • Τι θα γινόταν αν ο Δημήτρης έβγαζε περισσότερα χρήματα;
  • Τι θα γινόταν αν οι γονείς ήταν αγαπημένοι και συζητούσαν τα προβλήματα της σχέσης τους;
  • Τι θα γινόταν αν Δημήτρης και Μαρία είχαν χωρίσει, εφόσον δεν είναι πλέον «εκεί»;

Ο Οικονομίδης πέτυχε τον σκοπό του.

Σκεφτόμαστε την κατάσταση σαν να πρόκειται για πραγματικούς ανθρώπους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το τέλος της ταινίας, με αυτή την καταπληκτική σκηνή, μας βρήκε «μουδιασμένους». Ήμασταν δυο δεκαεξάχρονα που έφαγαν μια «σφαλιάρα» από το πουθενά. Από τις πρώτες επαφές με κάτι συγκλονιστικό που έχει να κάνει με την τέχνη, αλλά δεν είναι ευχάριστο.

Είκοσι χρόνια αργότερα λαμβάνω ένα μήνυμα από κολλητό μου φίλο (όχι τον Chris).

«Βγαίνει ξανά στα σινεμά το Σπιρτόκουτο, θέλεις να πάμε να το δούμε»;

Απάντησα με ειλικρίνεια «δεν ξέρω αν μπορώ να αντέξω την ένταση. Θα το σκεφτώ»!

Δεν ξέρω τι είχε στο μυαλό του ο Γιάννης Οικονομίδης, όταν στις αρχές των 00’s κλείστηκε με μια παρέα ηθοποιών σε ένα καυτό -λόγω καλοκαιριού- διαμέρισμα με σκοπό να γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, όμως είμαι σίγουρος ότι δεν είχε ιδέα πως δημιουργούσε κάτι κλασικό.

Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι το Σπιρτόκουτο γυρίστηκε σε μια εποχή πολύ πριν την οικονομική κρίση, τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την καταστροφή της μεσαίας τάξης.

Αυτή είναι δυστυχώς η μεγάλη επιτυχία της ταινίας - θα καταλάβετε τη χρήση της λέξης «δυστυχώς».

Αποτυπώνει περισσότερο τη σημερινή κοινωνική δυστοπία της Ελλάδας των «κυρ Παντελήδων» από την αντίστοιχη του 2002.

Σε μια χώρα που κάθε δεύτερη εβδομάδα έχουμε από μια γυναικοκτονία, που η εγκληματικότητα και η βία μεταξύ των νέων (και ανηλίκων) έχει εκτοξευτεί, που τα όνειρα τσαλαπατιούνται από πολιτικούς οι οποίοι κυνικά σου λένε: «είτε θα προσαρμοστείς είτε θα πεθάνεις», που η απλή επιβίωση ενός ανθρώπου κοστίζει περισσότερο απ’ τον μισθό του και που η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί «εθνικό σπορ», ο Δημήτρης, ο Λουκάς, η Μαρία και η Κική, ταιριάζουν απόλυτα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πρόκειται για μια τεράστια επιτυχία για τον εξαιρετικό αυτό δημιουργό, όμως, μια αντίστοιχα τεράστια -και μεγαλύτερη- αποτυχία της ελληνικής κοινωνίας.

Αν δεχτούμε τη θεωρία που μας θέλει να ζούμε σε μια προσομοίωση της πραγματικότητας, η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε αυτή του Matrix, αλλά στου Σπιρτόκουτου.

Ακολουθήστε τον Αντώνη Κωνσταντάρα στο Ιnstagram.

Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.

Περισσότερα από το VICE

Ο Οδηγός του VICE για Πρωτάρηδες στη Μύκονοοοοο

Ινέ, Πώς θα Πεις στα Αγγλικά «Άσπρο Πάτο»;

Τα «Φιλαράκια» Είναι και Πάλι Διαθέσιμα στο Ελληνικό Netflix

Ακολουθήστε το VICE σε FacebookInstagram και Twitter